- θυριδωτός
- θῠρῐδ-ωτός, ή, όν,A having apertures, κιβωτός Demioprat. ap. Poll.10.137;
καταπάλτης IG22.1487.89
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπάλτης IG22.1487.89
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυριδωτός — ή, ό (Α θυριδωτός, ή, όν) αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, ίδος + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκαθ ωτός, θολ ωτός)] … Dictionary of Greek
θυριδωτή — θυριδωτός having apertures fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)